Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Η ΓΑΪΔΟΥΡΑ





[Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ένας φίλος. Τη βρήκε -έτσι μου είπε- τυχαία ένα απόγευμα, σε ένα φύλλο χαρτί πεταμένο έξω από το σπίτι του.]


           Μια μέρα πέρασε έξω από το σπίτι μου μια γαϊδούρα που έσερνε ένα κάρο. Επάνω στο κάρο καθόταν ένας νέος χαμογελαστός, που τραγουδούσε. Κρατούσε μια ασπρόμαυρη σημαία που έγραφε: Ζω για να γράφω. Δίπλα στο κάρο, πεζός, περπατούσε ένας γέρος. Εκείνος κρατούσε μια μαυρόασπρη σημαία που έγραφε: Γράφω για να ζω. Περπατούσε και βλαστήμαγε, ένας θεός ξέρει γιατί.

           Μια άλλη μέρα, ίσως την επόμενη, είδα στο δρόμο το πιο παράξενο θέαμα: τη γαϊδούρα να σπρώχνει το κάρο. Επάνω στο κάρο τώρα καθόταν ο γέρος, που σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό. Δίπλα στο κάρο περπατούσε ο νέος, σκυθρωπός και χολωμένος, ένας θεός ξέρει γιατί.

           Σήμερα βρήκα τη γαϊδούρα και το κάρο στο δρόμο, κάτω από το παράθυρό μου. Βγήκα απορημένος, πλησίασα και τη ρώτησα:
- Που είναι τ' αφεντικά σου;
- Δεν ξέρω. Μαλώσανε, βριστήκανε και φύγανε.
- Κι αφήσανε το κάρο κι εσένα έτσι, αδέσποτα;
- Έτσι φαίνεται.
- Τι κουβαλάς;
- Δεν ξέρω.
- Πώς γίνεται αυτό; Τόσες μέρες πας κι έρχεσαι, και δεν ξέρεις γιατί;
- Απ' όταν γεννήθηκα, κουβαλάω ό,τι μου φορτώσουν. Δεν ξέρω ούτε τι κουβαλάω, ούτε πού πάω, ούτε γιατί. Ούτε με ρώτησε κανείς που θέλω να πάω, ούτε και χρειάζεται. Ζω για να δουλεύω - κι αν δεν δουλεύω δεν θα ζήσω.
- Συνεπώς, δουλεύεις για να ζήσεις.
- Το ίδιο δεν είναι;
- Χμμ, δε νομίζω. Αν ζεις για να δουλεύεις, τότε η ζωή σου δεν έχει καμιά ομορφιά. Ενώ αν δουλεύεις για να ζεις, τότε μπορείς τουλάχιστον να χαίρεσαι αυτό που κάνεις.
- Εγώ χαίρομαι που ζω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί η ζωή έχει τέλος, ενώ η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Άμα ψοφήσω, κάποιος άλλος φουκαράς θα πάρει τη θέση μου. Για όσο καιρό λοιπόν θα ζω, θα χαίρομαι που ζω κι ανασαίνω, που βλέπω την αυγή και μυρίζω τη γη. Κι ας μου βγαίνει η ψυχή στη δουλειά.

Και η γαϊδούρα ξεκίνησε, αργά αργά, το δρόμο της προς το λιόγερμα.

- Που πας; τη ρώτησα.
- Να ζήσω, να δουλέψω.

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και από το κάρο σηκώθηκαν χαρτιά μουτζουρωμένα. Στροβιλίστηκαν για λίγο σαν ξερά πλατανόφυλλα κι ύστερα έπεσαν στο πλακόστρωτο. Έσκυψα και μάζεψα τις σκόρπιες σελίδες.

- Πώς σε λένε, πρόφτασα να τη ρωτήσω καθώς ξεμάκραινε.
- Ζωγράφω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου