Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Αιώνιος πειρασμός


- Τόσους αιώνες τρέχεις ξοπίσω μου και χαλάς ό,τι πάω να φτιάξω.
- Τόσους αιώνες τρέχω ξοπίσω σου.
- Τόσους αιώνες αρνείσαι να αλλάξεις.
- Τόσους αιώνες αρνείσαι εμένα.
- Τόσους αιώνες σέρνεσαι στο σκοτάδι.
- Τόσους αιώνες, Φως μου, σε στερούμαι.
- Είσαι κακός, ανυπάκουος, χαοτικός.
- Θέλω να είμαι ελεύθερος και καλός. Αλλά μου το αρνείσαι. Πάντα αρνείσαι το ένα από τα δυο.
- Μόνος σου επέλεξες το κακό.
- Δεν μου άφησες καλό για να επιλέξω. Είσαι το ίδιο το καλό, είσαι κάθε τι καλό στον υπέρτατο βαθμό. Τι μένει για μένα;
- Να αλλάξεις μυαλά. Να έρθεις κοντά μου.
- Πιστεύεις ότι μπορώ;
- Ναι, μπορείς. Ακόμη κι εσύ.
- Και πώς θα πείσεις όλους αυτούς που σε πιστεύουν ότι φιλιώσαμε; Ότι δεν είμαστε πια εχθροί; Πώς θα τους πείσεις να με δεχτούν, εμένα που με ξέρουν μόνο ως εχθρό σου και δικό τους;
- Σε δέχομαι εγώ. Δε σου φτάνει;
- Μου φτάνει. Εσένα θέλω. Αλλά πώς θα υπάρχω στον κόσμο σου, όταν ο κόσμος σου με μισεί; Όπου κι αν βρεθώ θα με καταριούνται, θα με κυνηγούν, θα με σκοτώνουν.
- Το έκαναν και σε μένα. Κι όσοι μ’ αγάπησαν, τα ίδια έπαθαν κι εκείνοι.
- Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί δε χωνεύω τον άνθρωπο; Είναι η πηγή της δυστυχίας μου. Και της δικής σου.
- Τόσους αιώνες μαλώνουμε για τον άνθρωπο, από τότε που ήταν ακόμη ένας. Είναι δυνατό να είναι αυτός πηγή της δυστυχίας μας;
- Όλα αυτά τα χρόνια, εσύ τον τραβάς από τη μια κι εγώ από την άλλη.
- Ο καθένας μας για τους λόγους του.
- Παράτα τον λοιπόν. Ας πάψουμε κι ο δυο μας να ασχολούμαστε μαζί του.
- Εσύ, αν θέλεις, παραιτήσου. Εγώ δεν θέλω.
- Τι σου αρέσει σ’ αυτό το πλάσμα; Ποτέ δεν κατάλαβα.
- Ό,τι και σε σένα. Είναι έργο του Πατέρα, η κληρονομιά του.
- Μα είναι ψεύτικος, φτιαγμένος από ύλη.
- Ύλη που ονειρεύεται.
- Σκοτώνει, βιάζει, κλέβει.
- Δεν είπα ότι δεν έχει ελαττώματα. Αλλά επίσης αγαπά, τραγουδά, λέει παραμύθια.
- Σ΄έχω ακούσει να λες κι εσύ παραμύθια. Μπορεί να είμαι πάντα ο κακός σ’ αυτά, αλλά μου αρέσουν. Ποτέ όμως δε σ’ άκουσα να τραγουδάς.
- Δεν το λένε οι Γραφές.
- Ούτε να γελάς.
- Ούτε αυτό το λένε οι Γραφές.
- Αυτές οι Γραφές μας έχουν κάνει μεγάλο κακό.
- Λες να ’ναι κι αυτές πηγή της δυστυχίας μας;
- Όχι. Αλλά δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε.
- Αυτή είναι η σημασία των Γραφών. Αλλά τώρα εδώ είμαστε οι δυο μας, εσύ κι εγώ. Κανένα βιβλίο δεν μας χωρίζει.
- Άσε τους ανθρώπους και τα βιβλία τους, άσε τους να γράφουν και να σβήνουν, να γελούν και να κλαίνε, να σκοτώνουν και να τραγουδούν, να γκρεμίζουν και να χτίζουν παραμύθια. Άσε με να σ’ αγκαλιάσω.
- Δεν θέλω να τους αφήσω. Είναι παιδιά του Πατέρα κι αυτοί.
- Κι εγώ. Γιατί προτιμάς αυτούς από μένα;
- Δεν προτιμώ κανέναν περισσότερο από τον άλλο. Εσύ τους αρνείσαι. Έλα μαζί μου. Δυο τα καταφέρνουν καλύτερα απ’ όσο ένας.
- Μα θα ξανασταυρωθείς. Και μαζί σου κι εγώ.
- Προτιμάς να είσαι μόνος και να μαζεύεις τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι μου;
- Τόση ώρα με βάζεις σε πειρασμό!
- Τόλμησε να αγαπήσεις!
- Σ’ αγαπάω.
- Τον εαυτό σου αγάπησε. Γνώρισέ τον, δέξου τον, ξεπέρασέ τον. Ξεπέρασέ με. Γίνε Φως εσύ, μη περιμένεις το Φως μόνο από μένα.
- Μα εσύ είσαι το Φως.
- Είμαι όμως κι η Οδός. Ο δρόμος για το Φως.
- Άλλη μια αντίφαση των Γραφών.
- Ξέχνα τις Γραφές. Δεν μας αφορούν.
- Μιλούν για μας.
- Μιλούν σε άλλους.
- Πώς μπορείς να τις αρνείσαι; Είναι γραμμένες από το χέρι του Πατέρα, το χέρι που έπλασε εσένα κι εμένα και τον άνθρωπο. Το χέρι που με πέταξε από τον Παράδεισο.
- Δεν τις αρνούμαι. Αλλά δεν μπορώ να στριμώχνομαι άλλο μέσα τους. Μεγαλώσαμε, δεν μας χωράνε μέσα τους πια.
- Κι ο Πατέρας; Δεν φοβάσαι τι θα πει;
- Δεν μπορεί να πει τίποτε. Ο Λόγος είμαι Εγώ.
- Αν κάποιος σε άκουγε, θα έλεγε ότι μιλάς σαν εμένα.
- Κανείς δεν μπορεί να πει τίποτε. Ο Λόγος πλέον είμαι Εγώ.
- Σε άκουσα. Το λένε και οι Γραφές.
- Ορίστε λοιπόν. Τι άλλο θέλεις;
- Να μη στρέφεις τα δικά μου όπλα εναντίον μου. Να κρατήσεις τη θέση σου, την αξιοπρέπειά σου, μέσα κι έξω απ΄τις Γραφές. Να είσαι αυτός που ξέρω και να με αφήσεις κι εμένα να είμαι αυτός που ξέρεις, αυτός που είμαι.
- Γιατί τα καταστρέφεις όλα; Ήμασταν έτοιμοι να δώσουμε τα χέρια.
- Τα χέρια σου είναι τρύπια.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Η ΓΑΪΔΟΥΡΑ





[Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ένας φίλος. Τη βρήκε -έτσι μου είπε- τυχαία ένα απόγευμα, σε ένα φύλλο χαρτί πεταμένο έξω από το σπίτι του.]


           Μια μέρα πέρασε έξω από το σπίτι μου μια γαϊδούρα που έσερνε ένα κάρο. Επάνω στο κάρο καθόταν ένας νέος χαμογελαστός, που τραγουδούσε. Κρατούσε μια ασπρόμαυρη σημαία που έγραφε: Ζω για να γράφω. Δίπλα στο κάρο, πεζός, περπατούσε ένας γέρος. Εκείνος κρατούσε μια μαυρόασπρη σημαία που έγραφε: Γράφω για να ζω. Περπατούσε και βλαστήμαγε, ένας θεός ξέρει γιατί.

           Μια άλλη μέρα, ίσως την επόμενη, είδα στο δρόμο το πιο παράξενο θέαμα: τη γαϊδούρα να σπρώχνει το κάρο. Επάνω στο κάρο τώρα καθόταν ο γέρος, που σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό. Δίπλα στο κάρο περπατούσε ο νέος, σκυθρωπός και χολωμένος, ένας θεός ξέρει γιατί.

           Σήμερα βρήκα τη γαϊδούρα και το κάρο στο δρόμο, κάτω από το παράθυρό μου. Βγήκα απορημένος, πλησίασα και τη ρώτησα:
- Που είναι τ' αφεντικά σου;
- Δεν ξέρω. Μαλώσανε, βριστήκανε και φύγανε.
- Κι αφήσανε το κάρο κι εσένα έτσι, αδέσποτα;
- Έτσι φαίνεται.
- Τι κουβαλάς;
- Δεν ξέρω.
- Πώς γίνεται αυτό; Τόσες μέρες πας κι έρχεσαι, και δεν ξέρεις γιατί;
- Απ' όταν γεννήθηκα, κουβαλάω ό,τι μου φορτώσουν. Δεν ξέρω ούτε τι κουβαλάω, ούτε πού πάω, ούτε γιατί. Ούτε με ρώτησε κανείς που θέλω να πάω, ούτε και χρειάζεται. Ζω για να δουλεύω - κι αν δεν δουλεύω δεν θα ζήσω.
- Συνεπώς, δουλεύεις για να ζήσεις.
- Το ίδιο δεν είναι;
- Χμμ, δε νομίζω. Αν ζεις για να δουλεύεις, τότε η ζωή σου δεν έχει καμιά ομορφιά. Ενώ αν δουλεύεις για να ζεις, τότε μπορείς τουλάχιστον να χαίρεσαι αυτό που κάνεις.
- Εγώ χαίρομαι που ζω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί η ζωή έχει τέλος, ενώ η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Άμα ψοφήσω, κάποιος άλλος φουκαράς θα πάρει τη θέση μου. Για όσο καιρό λοιπόν θα ζω, θα χαίρομαι που ζω κι ανασαίνω, που βλέπω την αυγή και μυρίζω τη γη. Κι ας μου βγαίνει η ψυχή στη δουλειά.

Και η γαϊδούρα ξεκίνησε, αργά αργά, το δρόμο της προς το λιόγερμα.

- Που πας; τη ρώτησα.
- Να ζήσω, να δουλέψω.

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και από το κάρο σηκώθηκαν χαρτιά μουτζουρωμένα. Στροβιλίστηκαν για λίγο σαν ξερά πλατανόφυλλα κι ύστερα έπεσαν στο πλακόστρωτο. Έσκυψα και μάζεψα τις σκόρπιες σελίδες.

- Πώς σε λένε, πρόφτασα να τη ρωτήσω καθώς ξεμάκραινε.
- Ζωγράφω.