Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ



Σε σας τα γράμματα μιλώ, ένα γράμμα κι εγώ ανάμεσά σας, για την αρχή της ιστορίας μας:

1 Ένας άνθρωπος ζούσε μόνος του. Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, αλλά το πρόσωπο στον καθρέφτη δεν τον έβλεπε. Του μιλούσε, αλλά το πρόσωπο δεν τον άκουγε. Και το πρόσωπο στον καθρέφτη δεν μιλούσε κι ο άνθρωπος δεν άκουγε τίποτε.

2 Πριν από την αρχή της ιστορίας μας, ο άνθρωπος ζούσε με μόνη συντροφιά το πρόσωπο στον καθρέφτη.

3 Τα πάντα έγιναν από αυτόν. Και τίποτε απ' όσα υπάρχουν δεν έγινε χωρίς αυτόν.

4 Έπιασε μια μέρα ένα άδειο τετράδιο και μελάνι, γιατί το μελάνι δίνει ζωή στο χαρτί. Κι έγραψε για όλα εκείνα που ήξερε και που, χάρη σ' αυτόν, βλέπουμε κι εμείς: για τον ουρανό και τη γη, για τον ήλιο και τη σελήνη, για τη θάλασσα και τη στεριά, για τα δάση, τα βουνά, τα ζώα - και για τη μοναξιά, που ’χε την όψη του προσώπου στον καθρέφτη.

5 Στο λευκό χαρτί πέφτει το μελάνι και το χαρτί δεν το καταπίνει.

[...]

9 Γιατί εκείνος ο άνθρωπος ήταν το αληθινό μελάνι, που μπαίνει στο βιβλίο και δίνει ζωή σε κάθε γράμμα.

10 Ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, ήταν ο ίδιος το βιβλίο, μα το βιβλίο δεν είχε θέση γι' αυτόν.

11 Παρουσιάστηκε μπροστά στα δικά του γράμματα, αλλά τα γράμματά του δεν τον αναγνώρισαν.

[...]

14 Κι ο άνθρωπος έγινε γράμμα κι αυτός και καταδέχτηκε να συλλαβίζεται ανάμεσά μας (και αξιωθήκαμε να δούμε τη δόξα του, τη δόξα του μοναχικού ανθρώπου), γεμάτος αγάπη κι αλήθεια.

[...]

16 Την περισσή του αγάπη χαρίζει σε όλους μας, και χαρά για τη χαρά που του δίνουμε.

[...]

18 Κανένα γράμμα δεν είδε ποτέ το πρόσωπο στον καθρέφτη. Μόνο αυτός ο άνθρωπος, που είναι μπροστά στον καθρέφτη, το έχει δει και γράφει γι' αυτό.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Danilo Kiš, Ένας Τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς: Ένα λογοτεχνικό σκάνδαλο

Η υπόθεση Kiš

Η διεθνής φήμη του Danilo Kiš προέκυψε, ως ένα βαθμό, ως αποτέλεσμα της υπόγειας, αλλά άγριας 6ετούς διαμάχης που ξέσπασε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Γιουγκοσλαβίας σχετικά με το μυθιστόρημά του, Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτής της πολύκροτης ιστορίας […] είναι άγνωστες στο μεγαλύτερο μέρος τους. Για να κατανοήσει κανείς το σκάνδαλο, χάρη το οποίο έγινε διάσημος ο Kiš (εάν δεν γινόταν ούτως ή άλλως χάρη στο ταλέντο του), πρέπει να ανατρέξει στο κλίμα της γιουγκοσλαβικής λογοτεχνικής κοινότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

[…] Ο έλεγχος του πολιτισμού στη Γιουγκοσλαβία βασιζόταν, λίγο ως πολύ, στην απόρριψη της σοβιετικής απολυταρχικής πρακτικής. Στη Γιουγκοσλαβία βασίλευε η αυτολογοκρισία. Δεν υπήρχε επίσημη λογοκρισία, αλλά ένα έργο μπορούσε να δημοσιευτεί μόνο εφόσον ο συγγραφέας εύρισκε δύο επίσημους χορηγούς. Οι δυο χορηγοί μοιράζονταν την ευθύνη για την ιδεολογική καθαρότητα του έργουμε τον συγγραφέα. Φυσικά, αυτό τους καθιστούσε ιδιαίτερα επιφυλακτικούς. […] Μετά τη δημοσίευση, ένα βιβλίο, ο συγγραφέας του και οι δυο χορηγοί μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν στο δικαστήριο. Οι συνέπειες ήταν λιγότερο δυσμενείς από όσο στην ΕΣΣΔ, αλλά μπορούσαν να επιβληθούν τιμωρίες, όπως η απώλεια της θέσης εργασίας, ο εκδοτικός αποκλεισμός ή η στέρηση της δυνατότητας ανάληψης άλλων καλλιτεχνικών επιδιώξεων. […] Επίσης, παρόλο που η δομή του γιουγκοσλαβικού συστήματος φαινομενικά υποσχόταν στους συγγραφείς έναν σχετικό βαθμό ελευθερίας, τα λογοτεχνικά ιδρύματαπεριοδικά, επιτροπές απονομής βραβείων, πανεπιστημιακά τμήματαελέγχονταν από μια εδραιωμένη ομάδα λογοτεχνών που ακολουθούσαν την κομματική γραμμή. Επιπλέον, κάποιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ειδικά μεταξύ των γραφειοκρατών σε θέματα πολιτισμού, ενδεχομένως να θεωρούσαν, μυστικά, προτιμότερη την άμεση λογοκρισία και τον σταλινισμό, από τις διαβουλεύσεις που απαιτούνταν για τον αποκλεισμό ενός ιδεολογικά «ακάθαρτου βιβλίου» από τα ράφια των βιβλιοθηκών. Η υπόθεση Kiš” έγινε, λοιπόν, η απροσδόκητη αποκάλυψη της αδικαιολόγητης επιτυχίας και της ξεδιάντροπης συμφεροντολογίας των εκλεκτών που διοικούσαν αυτά τα ιδρύματα. Ιδιαίτερα καθώς το σκάνδαλο παρατεινόταν, καταστρέφοντας την καριέρα και τη φήμη πολλών γραφειοκρατών, μπορεί κάποιος να φανταστεί πόσο πολύ αυτοί οι νομιμόφρονες κρατικοί υπάλληλοι θα εύχονταν να επέμβει το κράτος για να υποστηρίξει τους ανθρώπους του, φιμώνοντας τους βλάσφημους παρείσακτους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.

Το βιβλίο Ένας Τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1976 και έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή του, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι το βιβλίο ήταν προϊόν λογοκλοπίας. “Κάποιοι υποστήριξαν ότι το έγραψε κάποιος ρώσος μετανάστης που πέθανε στο Παρίσι το ’30, άλλοι ότι το έγραψε κάποιος άλλος ρώσος μετανάστης που πέθανε άλλη χρονολογία και όχι στο Παρίσι, και σιγά-σιγά άρχισαν να αναφέρονται ονόματα. […] Οι φήμες άρχισαν να δημοσιεύονται σε άρθρα και να εξαπλώνονται· κύματα νέων άρθρων απέρριπταν τις φήμες, εξαπλώνοντάς τις ακόμη περισσότερο και προωθώντας νέες φήμες. Ανακοινώθηκε σε περιοδικό η δημοσίευση ενός άρθρου με τίτλο Ένας τάφος για τον Ντανίλο Κις, αλλά όταν το τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε, δεν υπήρχε άρθρο με αυτό το όνομα. Όπως αποδείχθηκε, το άρθρο κόπηκε όταν η αρχισυνταξία προσέλαβε δυο ειδικούς οι οποίο βρήκαν το άρθρο όχι μόνο χωρίς αξία, αλλά ακόμη και επικίνδυνο. Ύστερα από αρκετούς μήνες αναμονής, το άρθρο μετονομάστηκε σε Κολιέ από κλεμμένα μαργαριτάριακαι δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο σε διαφορετικό περιοδικό, το Oko. Ο συγγραφέας του άρθρου, Dragoljub Golubvić, ήταν πρώην ρεπόρτερ χωρίς κατάρτιση ή εμπειρία στη λογοτεχνική κριτική. Το άρθρο του, μια απόπειρα λογοτεχνικής πολεμικής, ήταν αντίστοιχης αξίας.

Ο Golubvić ξεκινούσε το προκλητικό του άρθρο επιτιθέμενος σε εικαστικούς που ζωγραφίζουν αντίγραφα αριστουργημάτων και ισχυριζόμενος ότι οι αντίστοιχοι λογοτέχνες προξενούν μεγάλο κακό στην κουλτούρα ενός πολιτισμού. Αναγορεύοντας τον εαυτό του υπερασπιστή του δημόσιου συμφέροντος και της εθνικής πολιτιστικής καθαρότητας και ακεραιότητας, συνεχίζει εστιάζοντας την επίθεσή του εναντίον του Kiš. Η κύρια θέση του ήταν ότι ο Kiš είναι ένας εξωφρενικός, ξεδιάντροπος και αδέξιος λογοκλόπος που σφετερίστηκε την πνευματική ιδιοκτησίατου Joyce, του Medvedev, του Réau, του Borges, του Haupt, του Štajner και, ενδεχομένως, άλλων. Παραθέτει επίσης κάποια άλλα παράπονα, όπως ότι οι ιστορίες αφορούν αποκλειστικά στασιαστές εβραίους, τα ονόματα των χαρακτήρων είναι επινοημένα, κάποια από τα έγγραφαείναι πλασματικά κλπ., αλλά επειδή το άρθρο του είναι εκτεταμένο και κακογραμμένο, η γραφή αποπροσανατολισμένη, η συλλογιστική νεφελώδης, και επειδή το κείμενο δείχνει επίτηδες ασαφές και διφορούμενο ως προς τη διατύπωση αυτών των αιτιάσεων, είναι δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα ποιος είναι ο σκοπός του συγγραφέαπέραν, προφανώς, της κατηγορίας για λογοκλοπή.

Όμως, χωρίς να το γνωρίζει ο Golubvić, το περιοδικό Oko έστειλε το άρθρο προκαταβολικά στον Kiš. Δημοσίευσαν την απάντησή του στο ίδιο τεύχος μαζί με την επίθεση του Golubvić. Η προσεκτικά διατυπωμένη απάντηση του Kiš παρουσίαζε δώδεκα παραθέματα από το άρθρο του Golubvić και προχωρούσε ανασκευάζοντας επιδέξια κάθε ισχυρισμό αυτής της συγκεχυμένης λιβέλλου με καθαρό χλευασμό. Πραγματικά, η απάντηση του Kiš ήταν ολοφάνερα εχθρική· […] συγκρίνει τον Golubvić με τους ναζί και υποθέτει ανοιχτά ότι ο Golubvić, αφού αφενός είναι αρθρογράφος, αφετέρου δεν γνωρίζει τίποτε για τη λογοτεχνία, δεν είναι παρά ένα πιόνι, που παρέχει εκδούλευση στους ισχυρούς αντιπάλους του Kiš, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την εύνοιά αυτών των λογοτεχνικών γραφειοκρατών. “Αυτοί που σας προσέλαβαν,” έγραφε χαιρέκακα ο Kiš, “έχουν κάνει τη δουλειά τους με πολύ μεγαλύτερη επιτυχίαπροφορικά και ανώνυμα. Να ξέρετε ότι την πατήσατε!”

Στο επόμενο τεύχος του Oko εμφανίστηκαν τέσσερα άρθρα σχετικά με τη συζήτηση. Δύο ακαδημαϊκά άρθρα υποστήριζαν το δικαίωμα του Kiš να αντλεί από πηγές, ενώ η απάντηση του Golubvić, “Επιχειρήματα και κίνητρα: Γιατί δεν μπορώ να αντιπαρατεθώ με τον Danilo Kiš,” δημοσιεύτηκε μαζί με την ανταπάντηση του Kiš, “Πήλινοι στόχοι. Αυτό ήταν αρκετό για τον Golubvić. Κατατροπωμένος σε αυτήν τη διανοητική μάχη, εγκατέλειψε τις δημοσιεύσεις εναντίον του Kiš και υπέβαλε μήνυση για δυσφήμιση, ισχυριζόμενος ότι ο Kiš είχε βλάψει την τιμή και την υπόληψή του.

Σε αυτό το σημείο, το καστ των χαρακτήρων άλλαξε. Ο Predrag Matvejević, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας και μόνιμος λιβελλογράφος, ανέλαβε να αναζωπυρώσει τη φλόγα του σκανδάλου ως αυτόκλητος υπερασπιστής του Kiš, δημοσιεύοντας ένα άρθρο σε άλλο τεύχος του Oko […]. Ο Matvejević απολάμβανε το έργο του· πιθανόν να έλπιζε να δημοσιεύσει μια συλλογή πολεμικών δοκιμίων κάποια στιγμή στο μέλλον. Ο Kiš, πολύ παράξενα, απουσίαζε από την αρένα των δημοσιεύσεων, ενώ ο Matvejević τον περίμενε στην απέναντι γωνία. Στην απάντησή του στον Golubvić, ο Kiš υπέθετε εμμέσως την πιθανότητα να βρίσκεται η ‘κλίκα’ των άμουσων γραφειοκρατών (αργότερα, ο Kiš αποκάλεσε αυτήν την ομάδα “Cosa Nostra,” […]) πίσω από την προσπάθεια της ατίμωσής του. Ο Matvejević προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: ανέφερε ονόματα. Ειδικότερα κατονόμασε τους B. Sćepanović, M. Bulatović και Dragoljub M. Jeremić. Κατηγόρησε τον Jeremić, “ίσως τον ισχυρότερο άντρα της γιουγκοσλαβικής λογοτεχνίας[…], ότι χρησιμοποίησε την επιρροή του στην κριτική επιτροπή, το διάστημα πριν από το ξέσπασμα του σκανδάλου στον τύπο, ώστε ο Kiš να μην λάβει το αναγνωρισμένο βραβείο Andrić και το βραβείο της πόλης του Βελιγραδίου (Βραβείο Οκτώβρη). Ειδικά για το Βραβείο Οκτώβρη, νικητής αναδείχθηκε ο Jeremić.

Από αυτό το σημείο, η υπόθεση διαιωνιζόταν από μόνη της. Κάθε φορά που ο Matvejević κατηγορούσε ή ασκούσε κριτική στην Cosa Nostra, ο Jeremić απαντούσε. Παρόλο που μονίμως ισχυριζόταν ότι δεν θα ανακατευθεί σε αυτήν την εξευτελιστική συζήτηση, συνέχιζε να τροφοδοτεί την κριτική με καταιγισμό δηλώσεων, με τις οποίες ο Matvejević, μόνιμα καυστικός, εύκολα αποδείκνυε ότι ο Jeremić αποτελούσε την επιτομή της απάτης και της αχρειότητας: συμφεροντολόγος, σκεύος του κόμματος, σοβινιστής και εθνικιστής που υπέσκαπτε την ενότητα του γιουγκοσλαβικού κράτους, αντισημίτης, κακός μαρξιστής, χείριστος συγγραφέας και, τέλος, τραμπούκος που απέκλειε τους ταλαντούχους, ασκώντας την επιρροή που είχε αποκτήσει με το να κρατά την κομματική γραμμή.

Στην αρχική του υπερασπιστική απάντηση,Χτυπήματα κάτω από τη μέση με ξένο χέρι, ο Jeremić δείχνει να αποφεύγει να ξεκαθαρίσει τη θέση του, υπερασπιζόμενος από τη μια το δικαίωμά του να πάρει το βραβείο από τον Kiš, αρνούμενος από την άλλη ότι έκανε κάτι τέτοιο. Συνεχίζει επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες του Golubvić για λογοκλοπή και, τελικά, υπαινίσσεται ότι ο “Matvejević, ο Kiš και άλλοι έχουν οργανώσει συνωμοσία, μια φατρία΄[...]. ο Jeremić ποτέ δεν αντιπαρατέθηκε πραγματικά· απλώς, κάθε κατηγορία που του επέρριπταν οι αντίπαλοί του την επέστρεφε εναντίον τους. Και πραγματικά, ήταν κάπως γελοίο για τον πιο ισχυρό άντρα των γιουγκοσλαβικών γραμμάτων, ο οποίος διοικούσε στην πραγματικότητα τα περισσότερα ιδρύματα που μοίραζαν διορισμούς, προαγωγές, επαίνους και προσβολές, να ισχυρίζεται ότι υπήρχε συνωμοσία εναντίον του.

Όμως αυτό που έκανε την υπόθεση να εκραγεί σε σκάνδαλο ήταν μια απίστευτη απρέπεια εκ μέρους του Jeremić. Σε μια από τις απαντήσεις του, παρατήρησε ότι άνθρωποι που ζουν 400 χιλιόμετρα μακριά δεν πρέπει να χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές του Βελιγραδίου[…]. Ο Matvejević ήταν καθηγητής στο Zagreb, ενώ ο Jeremić στο Βελιγράδι. Με το να πει ότι ο Matvejević δεν είχε λόγο να σχολιάζει τα λογοτεχνικά γεγονότα του Βελιγραδίου («χωράφια» του Jeremić, σαν να λέμε), εισήγαγε τον παλιό ανταγωνισμό, τον οποίο αποσιωπούσε η ενωτική ηγεσία του Tito, ανάμεσα στους Σέρβους και τους Κροάτες. Ο Kiš είχε ήδη εκφράσει αντι-εθνικιστικές απόψεις σε συνεντεύξεις του και […] το έργο του παρουσιάζει έναν κοσμοπολιτισμόπου οφείλεται στη μικτή μαυροβουνιακή και εβραϊκή του καταγωγή […]. Σημειώθηκε πραγματική φρενίτιδα άρθρων που κατήγγειλαν το διχαστικό πνεύμα του άρθρου του Jeremić. Ο Matvejević εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη συγκυρία όχι μόνο για να καταγγείλει τον εθνικισμό του Jeremić, αλλά και για να κριτικάρει το νέο, βραβευμένο βιβλίο του τελευταίου και να αποδείξει την απουσία οποιασδήποτε αρετής σε αυτό. Μέχρι το τέλος του 1977, ο Jeremić συνέχιζε να καταγγέλλει τους λασπολόγους, βουλιάζοντας ο ίδιος όλο και πιο βαθιά στο αγανακτισμένο του παραλήρημα, διατηρώντας ωστόσο την ισχυρή του θέση.

Η αντεπίθεση του Kiš

Τελικά, τη άνοιξη του 1978, ύστερα από μήνες σχετικής σιωπής, ο Kiš, ο οποίος απείχε από τη συζήτηση γύρω από τον ίδιο, εξέδωσε το Μάθημα Ανατομίας. Ο εκδότης είχε καταφέρει να κρατήσει μυστική τη έκδοση του βιβλίου—ίσως λόγω ανησυχίας, μήπως κάποιος προσπαθούσε να το λογοκρίνει, ίσως για να διατηρήσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού—, το οποίο έκανε κυριολεκτικά πάταγο μόλις κυκλοφόρησε. Τα δοκίμια στο Μάθημα Ανατομίας περιέγραφαν την προσωπική ποιητική θεωρία του Kiš και αντιμετώπιζαν συνολικά τους λιβέλους εναντίον του, υπάγοντας όλα τα μικροπρεπή τους σημεία σε μια πειστική εξήγηση, γεμάτη παραπομπές και εύστοχα παραθέματα, σχετικά με το γιατί γράφει όπως γράφει. Για να δώσουμε μια ιδέα για τη μέθοδο του Kiš, θα παραθέσουμε αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου.

[…] Ωστόσο, αν δεν ήταν ο κίτρινος τύπος και οι αποτυχημένοι συγγραφείς πρώην ρεπόρτερ, να δώσουν τον τόνο, ίσως να μην είχα γράψει ποτέ αυτό το βιβλίο· ίσως να μη χρειαζόταν να το γράψω, επειδή θα ήμουν σε θέση να πω όλα όσα έχω να πω—ή, έστω, τα περισσότερα—στις εφημερίδες. Η αλήθεια είναι ότι έχω γράψει κάποια άρθρα σχετικά (εκθέτοντας κάποιες παρανοήσεις και ασάφειες), αλλά δεν ήμουν σε θέση να τα δημοσιεύσω, λόγω της υποτιθέμενης αντικειμενικότητας του λογοτεχνικού και μη εκδοτικού κατεστημένου μας (το οποίο θεωρούσε ότι, ως άμεσα ενδιαφερόμενο μέλος, δεν είχα δικαίωμα να μιλήσω για ζητήματα που με αφορούσαν απόλυτα). […]

Το κυνήγι των μαγισσών έφτασε στο αποκορύφωμά του για περίπου επτά μήνες (από το Σεπτέμβρη του 1976 μέχρι το Μάρτη του 1977—άλλοτε ανοιχτά, άλλοτε στο παρασκήνιο) και τα πολεμικά πυροτεχνήματα που έσκασαν στις σελίδες των εφημερίδων μας φώτισαν το πρόσωπο της επαρχιώτικης λογοτεχνικής μας σκηνής. Αλλά μόνο για μια στιγμή. Μόλις οι φλόγες απείλησαν να κάψουν τους σκευωρούς που συνωμοτούσαν στο σκοτάδι, αυτοί αποσύρθηκαν και κρύφτηκαν στα ιδρύματά τους και στα ψέματά τους […] ευτυχισμένοι που γλίτωσαν με εγκαύματα δεύτερου βαθμού. Εγώ, ωστόσο, μη μπορώντας να μιλήσω εκείνη την περίοδο, ορκίστηκα να παρακολουθήσω τα γραπτά τους, να τα υποβάλω σε “close reading (εις βάθος ανάγνωση), όπως λένε στην Αγγλία, και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα—δηλαδή, να καταδείξω με συνεπή και χειροπιαστά παραδείγματα ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν ηθικά και ακαδημαϊκά ακατάλληλοι να κρίνουν βιβλία οποιουδήποτε είδους.[…]

Με δεδομένη την παρούσα κατάσταση της λογοτεχνικής μας κριτικής, κατάσταση που δεν υπόσχεται καμιά βελτίωση, οι συγγραφείς οφείλουν να μιλούν για τα κείμενά τους από μια θεωρητική προοπτική. Σε τελευταία ανάλυση, οτιδήποτε συμβαίνει στους συγγραφείς—καλό ή κακό—διαμορφώνει ένα μέρος του λογοτεχνικού τους πεπρωμένου (και δεν έχουν άλλο). Τα πάντα στον κόσμο υπάρχουν για να γίνουν βιβλίο, λέει ο Mallarmé.

Υπήρχαν ορισμένες εκπλήξεις στο Μάθημα Ανατομίας. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, “Σχετικά με ένα συγκεκριμένο (λογοτεχνικό) σκάνδαλο, Υποκειμενικά” ο Kiš αναδιηγείται την ιστορία του σκανδάλου, δημιουργώντας ένα ολοζώντανο καστ χαρακτήρων από τους μετρίου αναστήματος γραφειοκράτες που αποτελούσαν την ‘Costa Nostra’. Προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ανάμεσα στους εχθρούς του συμπεριλαμβάνει τον γάλλο μεταφραστή του, Jean Descat, με τον οποίο είχε έρθει σε ρήξη. Υποστηρίζει ότι ο Descat, στον οποίο ο Kiš είχε παρουσιάσει τις πηγές που είχε χρησιμοποιήσει (με πληρότητα και σαφήνεια) στο μυθιστόρημά του, στράφηκε προς τους γραφειοκράτες, παρέχοντάς τους αποδείξεις για τη “λογοκλοπή” του Kiš. Ο Descat αντέδρασε εξωφρενικά, υποστηρίζοντας ότι “ως συνέπεια της άδικης μεταχείρισής του από τον Kiš, οι γαλλο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις θα διαταράσσονταν και ότι θα διακυβευόταν ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ακαδημαϊκών μεταξύ των δύο κρατών” […]. Ο Matvejević, φυσικά, έγραψε ένα εξοντωτικό άρθρο που εξέθετε την αβυσσαλέα ανοησία του Descat για τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του. Στις δυο κεντρικές ενότητες του Μαθήματος Ανατομίας, ο Kiš υπερασπίζεται το έργο του απέναντι στις κατηγορίες του Jeremić και, αναποδογυρίζοντας το τραπέζι, αναλύει προσεκτικά την ασημαντότητα του έργου του Jeremić. Το Μάθημα Ανατομίας ολοκληρώνεται με μια μεθοδική ανάλυση του βιβλίου Ο Θάνατος του κυρίου Goluža, του B. Sćepanović, το οποίο εκείνη την περίοδο είχε αποσπάσει υψηλές διακρίσεις υπό την αιγίδα του Jeremić.

Τους επόμενους μήνες μετά την έκδοση του Μαθήματος Ανατομίας, εμφανίστηκε ένας καταιγισμός άρθρων από την πληγείσα ‘Cosa Nostra’. Ο Jeremić, αρνούμενος να παραδεχτεί την ήττα του, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο εκφράζει κάτι τόσο εξοργιστικά απρεπές, που ο ίδιος ο Matvejević έκρινε σωστό να μην σχολιάσει. Γράφει: “Είναι σαφές ότι ο Kiš στο βιβλίο αυτό [Ένας τάφος...] δεν έχει καθόλου την υπέροχη αισιοδοξία και πίστη στο μέλλον που υπάρχει στα έργα ανθρώπων οι οποίοι περιγράφουν τα δικά τους παθήματα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως” […].

Πέρασαν χρόνια για να ξεθυμάνει το σκάνδαλο. […] Ο Jeremić δημοσίευσε ένα βιβλίο ελάχιστης σημασίας ως απάντηση στο Μάθημα Ανατομίας. Αλλά μετά την έκδοση του Μαθήματος, οι γραφειοκράτες του πολιτισμού είχαν πλέον αποκαλυφθεί και η αξιοπιστία τους είχε πληγεί ανεπανόρθωτα.


Πρωτότυπο άρθρο "Danilo Kis, A Tomb For Boris Davidovich: A Literary Scandal" (Maude Lynne)
http://hubpages.com/hub/Danilo-Kis--A-Tomb-For-Boris-Davidovich-A-Literary-Scandal*


* Όλα τα λάθη, οι παραλείψεις και οι διαφορές της παρούσας μετάφρασης από το πρωτότυπο βαρύνουν αποκλειστικά τον κάτοχο του παρόντος ιστολογίου.

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Περί ονείρων



Προχτές πήρα από τη δανειστική βιβλιοθήκη τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου, στην όμορφη έκδοση Teubner του 1963. Χθες βράδυ, ξεφυλλίζοντας τη, στάθηκα για λίγο στην παράγραφο 4.47.

[Τα όνειρα των οποίων το περιεχόμενο] αφορά μύθους που έχουν ξεχαστεί εντελώς και που χαρακτηρίζονται από ανοησία και επιπολαιότητα - όπως, φερ’ ειπείν, οι μύθοι για τους πολέμους των Θεών και των Γιγάντων, για τους Σπαρτούς της Θήβας και εκείνους της Κολχίδας - δεν πραγματοποιούνται με κανέναν τρόπο, ή υποδηλώνουν, σύμφωνα με όσα αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, ότι οι προσδοκίες του ατόμου θα ανατραπούν και τα σχέδιά του θα ματαιωθούν. Αυτοί οι μύθοι συμβολίζουν επίσης μάταιες και κενές ελπίδες...


Δίπλα, στο περιθώριο, διέκρινα κάποια σχόλια ξεθωριασμένα. Προφανώς, οι προηγούμενοι αναγνώστες, παρόλη τη βιασύνη τους να απαντήσουν με τη σειρά τους στα σχόλια του Αρτεμίδωρου, είχαν την προνοητικότητα και την ευαισθησία να γράψουν με μολύβι.

Να 'ν' άραγε όσα βλέπουμε, όνειρα μέσα σ' όνειρο;

Είδα στον ύπνο μου το Θεό, θλιμμένο, γονατιστό μπροστά μου,
να με εκλιπαρεί να μην ξυπνήσω.


Δεν μπορώ να κοιμηθώ παρά μόνο εάν έχω γύρω μου βιβλία.

Δεν περίμενα, φυσικά, να βρω παρακάτω την «ανταπάντηση» του Αρτεμίδωρου, αν και χαμογέλασα με την ιδέα. Το τηλεφώνημα ενός φίλου διέκοψε την ανάγνωσή μου.


Αργότερα, καθώς ξάπλωνα να κοιμηθώ, πήρα ξανά στα χέρια μου το βιβλίο. Σαν να έπρεπε να γίνει έτσι, διάβασα ξανά την παράγραφο χωρίς να συνεχίσω παρακάτω. Στάθηκα και πάλι στα σχόλια του περιθωρίου. Κάτω κάτω, το τελευταίο σχόλιο, λιγότερο ξεθωριασμένο από τα υπόλοιπα και, μάλλον, το πιο πρόσφατο, έγραφε:

Ονειρεύομαι τον κόσμο όπως εσύ ονειρεύεσαι το έργο σου.

Ήταν πολύ αργά πια για να συνεχίσω το διάβασμα, πολύ νωρίς ακόμη για να αρχίσω το γράψιμο.
Έκλεισα το βιβλίο και κοιμήθηκα.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ

(ο κατά κόσμον Γεώργιος Παπακωνσταντίνου)


Τον «Άη Γιώργη» τον είδα πρώτη φορά στο Μοναστηράκι ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του ’88. Μετά το προσκύνημα στο εκκλησάκι του Σωτήρος στην Πλάκα, κατηφόριζα την Αδριανού. Κάτω από μια μουριά, σύρριζα στις γραμμές του ηλεκτρικού, τον είδα να διώχνει με ένα μακρύ καλάμι τα σκυλιά. Χαμένος όπως πάντα στις σκέψεις μου, κοντοστάθηκα λίγα μέτρα μακριά του. Μπροστά του είχε απλωμένη την πραμάτεια του, εικόνες αγίων. Πλησίασα χωρίς λόγο, μιας και δεν μου αρέσουν οι εικόνες.
«Όλες χειροποίητες, φιλοτεχνημένες από μένα τον ίδιο», είπε, αλλά δεν ένιωσα να απευθύνεται σε μένα. Κι η δήλωσή του δεν ακούστηκε σαν να έχει σκοπό να κάνει το εμπόρευμα πιο ελκυστικό. Θα μάντεψε, σκέφτηκα, ότι δεν έχω κανέναν σκοπό να αγοράσω. Μα τότε, προς τι η δήλωση; Να είναι απλώς μια εκδήλωση αυταρέσκειας, μια άχρηστη πληροφορία για κάτι εξίσου άχρηστο, και για τούτο το λόγο άκρως καλλιτεχνική; Ο καλλιτέχνης δεν είναι τεχνίτης, σκέφτηκα, δεν τον ενδιαφέρει το χρήσιμο, αλλά το ωραίο. Θα πρέπει να χαμογέλασα ή και να μόρφασα με τη σκέψη αυτή, γιατί τον άκουσα να λέει: «Αν δεν σ΄αρέσουν, σήκω και φύγε, μην τις κοιτάς καν». Άκουσα τα λόγια του να βγαίνουν με δυσκολία μέσα από το στήθος του, σαν να ’βγαιναν μαζί με κομμάτια απ' την καρδιά του, αλλού με κράσεις και αλλού με χασμωδίες. Ίσως να υπέφερε από αρρυθμία.
«Πώς, μου αρέσουν», απάντησα.

Δεν μου αρέσουν οι εικόνες - γενικώς, όχι μόνο οι αγιογραφίες. Από παιδί θυμάμαι, δεν μου άρεσαν. Δεν θυμάμαι καμία εικόνα από τα παραμύθια που διάβασα. (Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι καν να διάβασα παραμύθια.) Ίσως να έφταιγε το ότι δεν "έπιανε" το χέρι μου στη ζωγραφική. Κάθε φορά που έδειχνα κάποια ζωγραφιά μου στον πατέρα μου, έπιανε το χαρτί με χαμόγελο και προσμονή, και κάθε φορά, όταν το έφερνε κοντά στα μάτια του (είχε μυωπία, αλλά δεν το παραδεχόταν), έβλεπα την απογοήτευση. Το χαμόγελο της λαχτάρας αναβόσβηνε στα χείλη του και γινόταν ευγένεια, για να καταλήξει σε ένα αδιάφορο «Μπράβο, μπράβο». Μια τέτοια διπλή κατάφαση συνιστούσε για μένα άρνηση, με τον ίδιο τρόπο που μια διπλή άρνηση συνιστά κατάφαση. Και αυτή την άρνηση του πατέρα μου την έκανα δική μου, μαζί με τη μυωπία του και τόσα άλλα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιστεύω ότι, κατά βάθος, ούτε σ' εκείνον θα πρέπει να άρεσαν οι εικόνες - γενικώς, όχι μόνο οι δικές μου.

«Λοιπόν;» Η πνιχτή φωνή του με συνέφερε. Σήκωσα μια εικόνα του Άη Γιώργη, παράδοξα δοσμένη. Ο άγιος ήταν πεζός, με το κοντάρι παρά πόδα, σαν τον άχαρο εκείνο Αχιλλέα στον κήπο του Αχίλλειου στην Κέρκυρα. Πίσω του κυπαρίσσια, παραταγμένα σαν φράχτης, και στο βάθος μια εκκλησία. Πουθενά δεν υπήρχε δράκος. Αν δεν ήταν γραμμένο το όνομα του αγίου μέσα στο φωτοστέφανο, θα έλεγα ότι είναι ο Δημήτριος, ο Μηνάς, ο Λογγίνος, ή κάποιος άλλος Ρωμαίος στρατιώτης που αυτομόλησε από την πατρώα θρησκεία και ασπάστηκε μια ξένη.
«Και ο δράκος; Πού είναι ο δράκος;» ρώτησα. «Τον έφαγα», μου απάντησε γελώντας κοφτά.
Εμβρόντητος σήκωσα το βλέμμα από την εικόνα, κρατώντας ακόμη το μεταίσθημα της φιγούρας του αγίου με το κοντάρι παρά πόδας. Και είδα τα κυπαρίσσια να γίνονται περικοκλάδες στο συρματόπλεγμα, η εκκλησία ερείπια αρχαίου ναού, το κοντάρι καλάμι στα χοντρά χέρια του Άη Γιώργη κι ο άγιος μ’ αυτό να διώχνει τα σκυλιά.
Δεν ξέρω ποιος φόβος με κατέλαβε κι έφυγα τρέχοντας. Εκείνος φώναζε, ούρλιαζε, αλλά του κάκου - έτρεχα τόσο γρήγορα που μέσα σε λίγα λεπτά είχε σουρουπώσει. Μόνο όταν έφτασα στο σπίτι συνειδητοποίησα ότι κρατούσα ακόμη στα χέρια μου την εικόνα του αγίου.

Δεν ξαναείδα τον Άη Γιώργη. Εκείνο το απόγευμα ήταν η μοναδική και ανεπανάληπτη φορά που μου αποκαλύφθηκε. Κάποιοι είπαν ότι πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων, τέλη του ’99. Ποιος ξέρει; Ίσως οι δράκοι που έτρωγε να φάγανε τελικά τη γέρικη καρδιά του.

Τώρα που ξανασκέφτομαι αυτή την ιστορία, δεν θυμάμαι πού έχω την εικόνα. Κάπου θα την έχω καταχωνιάσει, ίσως στο πατάρι μαζί με τα παραμύθια. Ίσως πάλι και να την έχω πετάξει - μαζί με τα παραμύθια.